- πλαστογράφημα
- [пластографима] ома. о подделка, подлог,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πλαστογράφημα — το, ατος 1. πλαστογραφημένο, όχι γνήσιο έγγραφο. 2. η πράξη του πλαστογραφώ: Το πλαστογράφημα έγινε από έμπειρο άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστογράφημα — το, ΝΜ [πλαστογραφώ] το αποτέλεσμα τού πλαστογραφώ, νόθο, πλαστό έγγραφο … Dictionary of Greek
Παπαδόπουλος, Ιωάννης Β — (Πικρίδι, Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1956). Έλληνας μεσαιωνολόγος και φιλόλογος. Αδελφός της διηγηματογράφου Αλεξ. Παπαδόπουλου (1868 – 1907), σπούδασε βυζαντινολογία στο Παρίσι. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και… … Dictionary of Greek